Η αρχική διαδικασία αναφέρεται ως η “προκαταρκτική εξέταση,” και αυτή μπορεί να περιλαμβάνει τη συγκέντρωση πληροφοριών από την αστυνομία για ένα εγκληματικό περιστατικό.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, μπορεί να γίνει συνέντευξη με αυτόπτες μάρτυρες, να συλλεγούν αποδεικτικά στοιχεία από τον τόπο του εγκλήματος, και να ληφθούν δηλώσεις από τους ύποπτους.
Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, η διαδικασία αυτή διέπεται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Σύμφωνα με τον ΚΠΔ, η προκαταρκτική εξέταση διεξάγεται από τον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, οι οποίοι είναι δικαστικοί αξιωματούχοι αρμόδιοι για την εξέταση των περιστατικών.
Κάποιες αρχές που κυριαρχούν στην προκαταρκτική εξέταση περιλαμβάνουν:
- Η αρχή της αναζήτησης της αλήθειας: Η διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης προορίζεται για την ανακάλυψη της πραγματικής αλήθειας σχετικά με το εγκληματικό περιστατικό.
- Η αρχή της αντικειμενικότητας: Η προκαταρκτική εξέταση πρέπει να διεξάγεται με αντικειμενικότητα, χωρίς να επηρεάζεται από τις προσωπικές πεποιθήσεις του ανακριτή ή του εισαγγελέα.
- Η αρχή της προστασίας των δικαιωμάτων του ύποπτου: Κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, πρέπει να γίνεται σεβαστή η προστασία των δικαιωμάτων του ύποπτου, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην υπεράσπιση.
Η διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης ξεκινά με την υποβολή μιας καταγγελίας για ένα εγκληματικό περιστατικό από την αστυνομία. Καταγγελτής μπορεί να είναι οποιοσδήποτε που γνωρίζει για το εγκληματικό περιστατικό.
Αφότου ληφθεί η καταγγελία, ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας διατάσσει τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης. Αυτή η εξέταση μπορεί να διεξαχθεί είτε στο γραφείο του ανακριτή ή του εισαγγελέα, είτε στην τοποθεσία του εγκλήματος.
Κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας μπορεί να προβεί σε παρακάτω ενέργειες:
- Να καλέσει αυτόπτες μάρτυρες για να παράσχουν κατάθεση.
- Να συλλέξει αποδεικτικά στοιχεία από την τοποθεσία του εγκλήματος, όπως αποτυπώματα, δακτυλικά αποτυπώματα, δείγματα DNA κλπ.
- Να προσυπογράψει καταθέσεις από τους ύποπτους.
Μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης, ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας υποβάλλει την έκθεση της εξέτασης στον αρμόδιο εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας, αφού εξετάσει την έκθεση, λαμβάνει απόφαση για το εάν θα ασκήσει ποινική δίωξη ή όχι.
Στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, ανατρέχουμε σε διάφορα στοιχεία που αφορούν το έγκλημα. Αυτά τα στοιχεία περιλαμβάνουν:
- Ταυτότητα του δράστη: Συμπεριλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του ατόμου που διέπραξε το έγκλημα, όπως όνομα, διεύθυνση, και άλλα στοιχεία αναγνώρισης.
- Τόπος και χρόνος εγκλήματος: Περιγράφει τον τόπο και την χρονική στιγμή κατά την οποία διαπράχθηκε το έγκλημα.
- Αντικείμενο του εγκλήματος: Περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο που επλήγη ή κλάπηκε κατά τη διάρκεια του εγκλήματος.
- Κίνητρο του δράστη: Αναφέρεται στον λόγο για τον οποίο ο δράστης αποφάσισε να διαπράξει το έγκλημα.
- Modus operandi του δράστη: Αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο δράστης διαπράττει το έγκλημα, συμπεριλαμβανομένων των μεθόδων και των τεχνικών που χρησιμοποιεί.
Τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής εξέτασης μπορεί να οδηγήσουν σε διάφορες εκβάσεις, όπως:
- Η υπόθεση να ενταχθεί στην κατηγορία των εγκλημάτων που διώκονται αυτεπαγγέλτως, δηλαδή χωρίς την ανάγκη καταγγελίας από το θύμα.
- Η υπόθεση να ενταχθεί στην κατηγορία των εγκλημάτων που διώκονται κατόπιν έγκλησης, σημαίνοντας ότι θα απαιτηθεί καταγγελία από το θύμα ή κάποιον άλλον.
- Η υπόθεση να αρχειοθετηθεί αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να δείχνουν ότι υπήρξε εγκληματική ενέργεια.
Ολοκληρώνοντας, η προκαταρκτική εξέταση αποτελεί κρίσιμο βήμα στη διαδικασία εξερεύνησης ενός εγκλήματος και μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές αποφάσεις σχετικά με την ποινική δίωξη.