Ο διαχωρισμός και η χρήση της οικογενειακής στέγης κατά τη διάρκεια ενός διαζυγίου αναφέρεται στο άρθρο 1393 του Αστικού Κώδικα. Η οικογενειακή στέγη ορίζεται ως το ακίνητο που οι σύζυγοι έχουν επιλέξει να χρησιμοποιούν ως κοινό τους κατοικία. Ανεξάρτητα από τη νομική σχέση που συνδέει κάθε σύζυγο με το ακίνητο, αυτό μπορεί να ανήκει σε οποιονδήποτε από τους δύο ή ακόμη και σε τρίτο πρόσωπο, υπό τον όρο ότι χρησιμοποιείται ως κύρια κατοικία του ζευγαριού, αντί για δευτερεύουσα ή εξοχική κατοικία.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαζυγίου, ο διαχωριζόμενος σύζυγος μπορεί να συναινέσει ελεύθερα σχετικά με τη χρήση της οικογενειακής στέγης ή να επιλυθεί η διαφορά κατά τη διαδικασία των γαμικών διαφορών. Εναλλακτικά, μπορεί να απαιτηθούν ασφαλιστικά μέτρα στο πλαίσιο του άρθρου 735 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης.
Μέχρι να εκδοθεί απόφαση από τις προαναφερθείσες διαδικασίες, ο σύζυγος που δεν είναι ιδιοκτήτης της οικογενειακής στέγης διαμένει νόμιμα σε αυτήν, σύμφωνα με τον ισχύοντα νομικό πλαίσιο. Σε περίπτωση που αρνηθεί να παραχωρήσει τη χρήση της στον άλλο σύζυγο, που είναι ο ιδιοκτήτης και νομέας της, δεν παραβιάζει το νόμο, καθώς διατηρεί το νόμιμο δικαίωμα να διαμένει εκεί λόγω της γαμικής σχέσης. Ωστόσο, το νομικό πλαίσιο προβλέπει τους κανόνες για τον διαχωρισμό και τη χρήση της οικογενειακής στέγης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαζυγίου προκειμένου να διευκολυνθεί η διαχείριση της κατάστασης.
Ο σύζυγος που διαμένει στην ιδιοκτησία που αποτελεί την οικογενειακή κατοικία του ζευγαριού βασίζει την κατοχή του σε αυτήν στη νομική σχέση του γάμου, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους και τη δικαστική απόφαση. Ως αποτέλεσμα, δεν υφίσταται παράνομη προσβολή της νομικής θέσης του συζύγου που είναι κύριος της ακινήτου ιδιοκτησίας.
Επιπλέον, ο σύζυγος που είναι κύριος της ακινήτου δεν μπορεί να ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα προστασίας της νομικής του θέσης, καθώς η νομική θέση του δεν υπόκειται σε παράνομη παραβίαση.
Ωστόσο, στην περίπτωση όπου η χρήση της οικογενειακής κατοικίας έχει ρυθμιστεί με δικαστική απόφαση και ακολουθεί διαζύγιο, τότε η υποχρέωση που επιβάλλει η νομοθεσία σχετικά με την οικογενειακή κατοικία διακόπτεται αυτοδίκαια. Ο σύζυγος που είναι κύριος ή νομέας της ακινήτου αποκτά ξανά τα δικαιώματά του όσον αφορά την ιδιοκτησία, ενώ ο πρώην σύζυγος που διαμένει στην κατοικία χάνει τα δικαιώματά του σχετικά με την ακίνητη περιουσία. Εάν ο πρώην σύζυγος αρνείται να παραδώσει την ιδιοκτησία στον δικαιούχο σύζυγο, ο τελευταίος μπορεί να κινήσει νομική διαδικασία για την απόκτησή της ή να αποτρέψει αυτό το γεγονός μέσω ασφαλιστικών μέτρων.