Η αμοιβή του δικηγόρου για τα ασφαλιστικά μέτρα στην Ελλάδα καθορίζεται βάσει του Κώδικα Δικηγόρων και περιλαμβάνει δύο διαφορετικά είδη αμοιβών:
- Ποσοστιαία αμοιβή: Σε αυτήν την περίπτωση, η αμοιβή υπολογίζεται ως ένα ποσοστό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς. Αυτή η αξία μπορεί να αφορά τα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με τα ασφαλιστικά μέτρα, την αξία της απαίτησης που υποστηρίζεται μέσω αυτών των μέτρων, ή την αξία της αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης που ζητείται μέσω των ασφαλιστικών μέτρων. Το ποσοστό αυτής της αμοιβής καθορίζεται από τον Κώδικα Δικηγόρων για κάθε είδος διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Σημειώνεται ότι η χρήση ποσοστιαίας αμοιβής δεν είναι συνηθισμένη στις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων.
- Πάγια αμοιβή: Στην περίπτωση της πάγιας αμοιβής, η αμοιβή είναι προκαθορισμένη και ορίζεται από τον Κώδικα Δικηγόρων για συγκεκριμένα ασφαλιστικά μέτρα, όπως η αναστολή εκτέλεσης, η αναστολή πλειστηριασμού, η ανακοπή διόρθωσης κατασχετήριας έκθεσης, και για άλλες δικηγορικές υπηρεσίες που αφορούν τα ασφαλιστικά μέτρα. Υπάρχει επίσης μια ελάχιστη δικηγορική αμοιβή που προβλέπεται από τον Κώδικα Δικηγόρων για άλλες υπηρεσίες που παρέχονται. Ωστόσο, ο κάθε δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον πελάτη του μια αμοιβή που θεωρεί δίκαιη και εύλογη, λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και τις παρεχόμενες υπηρεσίες του.
Επιπλέον, ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την κάλυψη των ακόλουθων εξόδων:
- Έξοδα υποβολής αιτήσεων: Αυτά τα έξοδα αφορούν την υποβολή αιτήσεων για ασφαλιστικά μέτρα, με σκοπό να πληρώσει ο δικηγόρος τις υποχρεώσεις του προς τον δικαστικό επιμελητή για τις ενέργειες που έχει πραγματοποιήσει.
- Έξοδα αναζήτησης αντικειμένων: Αυτά τα έξοδα συνδέονται με την αναζήτηση και κατάσχεση αντικειμένων βάσει των ασφαλιστικών μέτρων.
- Έξοδα πραγματογνωμοσύνης: Αυτά τα έξοδα αφορούν τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης σύμφωνα με τα ασφαλιστικά μέτρα.
Η αμοιβή του δικηγόρου και τα έξοδα που μπορεί να αναλάβει ο εντολέας συνήθως συμφωνούνται εκ των προτέρων μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία, το δικαστήριο καθορίζει την αμοιβή και τα έξοδα, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της υπόθεσης και το βαθμό δυσκολίας αυτής.
Στην πράξη, συνήθως, οι δικηγόροι και οι εντολείς τους συμφωνούν εκ των προτέρων σχετικά με την αμοιβή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για τα ασφαλιστικά μέτρα. Το ύψος της αμοιβής συνήθως εξαρτάται από τη φύση της υπόθεσης και την πολυπλοκότητά της. Σημειώνεται ότι η αμοιβή του δικηγόρου δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από αυτή που ορίζει ο κώδικας δικηγόρων και δικηγορικής δεοντολογίας.