Άρθρο 216 – Πλαστογραφία και χρήση πλαστού εγγράφου:
Όποιος συντάσσει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει κάποιον σχετικά με ένα γεγονός που μπορεί να έχει νομικές συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του πλαστού εγγράφου από τον ίδιο τον πλαστογράφο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση.
Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, εν γνώσει, χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο για τον παραπάνω σκοπό. Αν ο δράστης αυτών των πράξεων είχε σκοπό να αποκομίσει περιουσιακό όφελος για τον εαυτό του ή για άλλον, βλάπτοντας έναν τρίτο ή είχε σκοπό να προκαλέσει ζημία σε άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ).
*** Σημείωση: Το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ της παραγράφου 3 προσαρμόζεται σε ποσό εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος β’ του νόμου 4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012. Ισχύει από την 2η Απριλίου 2012.
Επίσης, θα τιμωρηθεί με την ίδια ποινή ο δράστης που επαγγελματικά ή συνήθως διαπράττει πλαστογραφίες και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ).
*** Σημείωση: Το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ της παραγράφου 3 προσαρμόζεται σε ποσό τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος α’ του νόμου 4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012. Ισχύει από την 2η Απριλίου 2012.
Το έγκλημα της πλαστογραφίας θεσπίστηκε για να προστατευθεί η ασφάλεια των συναλλαγών και η δικαιολογημένη πίστη των συναλλασσομένων στη γνησιότητα των εγγράφων.
Η πλαστογραφία αναφέρεται στην κατάρτιση πλαστού εγγράφου από την αρχή ή τη νοθεία ενός γνήσιου εγγράφου με σκοπό να παραπλανήσει κάποιον σχετικά με ένα γεγονός που μπορεί να έχει νομικές συνέπειες. Για παράδειγμα, αυτό μπορεί να συμβεί όταν κάποιος συντάσσει εξαρχής ένα πλαστό έγγραφο μιμούμενος το στυλ και τη γραφή ενός άλλου, ή όταν αλλοιώνει ένα έγγραφο αλλάζοντας, για παράδειγμα, το ποσό σε μια επιταγή. Η πλαστογραφία τιμωρείται ως πλημμέλημα με ποινή φυλάκισης από 3 μήνες έως 5 χρόνια. Η χρήση του πλαστού εγγράφου από τον ίδιο τον πλαστογράφο δεν αποτελεί νέο αδίκημα, αλλά αυξάνει την ποινή (πάντα εντός των προαναφερθέντων ορίων). Αν, αντίθετα, ο πλαστογράφος και ο χρήστης είναι δύο διαφορετικά άτομα, τότε και οι δύο θα τιμωρηθούν, για παράδειγμα, όταν ένα άτομο πλαστογραφεί μια επιταγή και ένα άλλο προσπαθεί να την εισπράξει γνωρίζοντας ότι είναι παραποιημένη.
Η πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος προϋποθέτει: α) ότι ο δράστης είχε σκοπό να αποκομίσει προσωπικό όφελος ή να προκαλέσει ζημία σε κάποιον τρίτο, βλάπτοντας ξένη περιουσία, για παράδειγμα, μέσω της έκδοσης ενός πλαστού δανείου με ψευδή βεβαίωση αποδοχών, β) το συνολικό όφελος του δράστη να υπερβαίνει συνολικά τα 120.000 ευρώ ή γ) η ζημία να κυμαίνεται από 30.000 έως 120.000 ευρώ, αλλά ο δράστης να διαπράττει πλαστογραφίες επαγγελματικά ή συνήθως. Η επαγγελματική τέλεση υπάρχει όταν ο δράστης, λόγω της επανειλημμένης τέλεσης του αδικήματος και των συνολικών περιστάσεων, π.χ. της υποδομής που έχει δημιουργήσει (πολλές πλαστές σφραγίδες και άλλα εργαλεία), προκύπτει ότι ουσιαστικά εξαρτάται οικονομικά από αυτή τη δραστηριότητα, ενώ η τέλεση κατά συνήθεια υπάρχει όταν η επανειλημμένη τέλεση αποτελεί μέρος της προσωπικότητας του δράστη ως ένδειξης για την κατάχρηση που έχει επιδείξει. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η πλαστογραφία τιμωρείται με κάθειρξη από 5 έως 10 χρόνια.
Προσεχτικά εξετάζοντας τα εξής, παρατηρούμε ότι ο όρος “έγγραφο” έχει ευρύτερη έννοια από τον κλασικό ορισμό του ως χαρτί, καθώς περιλαμβάνει και ηλεκτρονικά μέσα όπως δίσκους υπολογιστών, καθώς και οποιαδήποτε μορφή αποτύπωσης, που μπορεί να μην είναι κείμενο αλλά αριθμός, ήχος, εικόνα κλπ., και γίνεται με τεχνικά μέσα. Για παράδειγμα, θεωρείται έγγραφο και πλαστογραφία η αλλοίωση του αριθμού πλαισίου ενός αυτοκινήτου. Ο ποινικολόγος θα εξετάσει κάθε λεπτομέρεια της υπόθεσης.
Σύμφωνα με τον ορισμό, για να θεωρηθεί πλαστογραφία ένα έγγραφο, πρέπει το πλαστό έγγραφο να έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει νόμιμες συνέπειες, όπως η απαίτηση νομικά απαιτούμενων εγγράφων για την έκδοση άλλου έγγραφου, πρόσληψη ή δανείου. Αν το πλαστό έγγραφο, παρότι παραποιημένο, δεν μπορεί να έχει νόμιμες συνέπειες και να παραπλανήσει κάποιον σε ενέργεια, τότε δεν υφίσταται πλαστογραφία. Για παράδειγμα, αν μια προκήρυξη απαιτεί την προσκόμιση πρωτότυπου ή επικυρωμένου δικαιολογητικού και κάποιος προσκομίζει μια παραποιημένη φωτοτυπία που δεν έχει επικύρωση, τότε δεν θα θεωρηθεί πλαστογραφία, καθώς αυτή απλώς δεν θα γίνει αποδεκτή βάσει της προκήρυξης.
Βάσει του άρθρου 216 §1 του Ποινικού Κώδικα, για να αποδοθεί το έγκλημα της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικά η κατάρτιση ενός έγγραφου από τον υπαίτιο που το παρουσιάζει ως καταρτισμένο από άλλο πρόσωπο, ή την νόθευση ενός γνήσιου έγγραφου, που μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή αφαίρεση λέξεων, αριθμών ή σημείων. Υποκειμενικά, απαιτείται πρόθεση που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση να προκληθούν τα γεγονότα που αποτελούν την αντικειμενική υπόσταση, καθώς και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει κάποιον χρησιμοποιώντας το πλαστό έγγραφο για ένα γεγονός που μπορεί να έχει νόμιμες συνέπειες, όπως η παραγωγή, διατήρηση, τροποποίηση ή ακύρωση δικαιώματος ή νόμιμης σχέσης.
Η χρήση του έγγραφου από τον υπαίτιο που το καταρτίζει ή νοθεύει θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. Το έγκλημα στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο υπαίτιος καθιστά το έγγραφο προσβάσιμο σε κάποιον που μπορεί να παραπλανηθεί από το περιεχόμενο του, χωρίς απαραίτητα να το έχει δει ή να παραπλανηθεί ο ίδιος. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 217 §§1,2 του Ποινικού Κώδικα, για το έγκλημα της πλαστογραφίας πιστοποιητικού απαιτείται αντικειμενικά η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση πιστοποιητικού ή μαρτυρικού ή άλλου έγγραφου, ή η χρήση τέτοιου πλαστού ή νοθευμένου έγγραφου, ή η χρήση γνήσιου πιστοποιητικού που έχει εκδοθεί για άλλο πρόσωπο, με υποκειμενικά κίνητρα που περιλαμβάνουν την γνώση ότι το πιστοποιητικό είναι πλαστό ή νοθευμένο ή ότι έχει εκδοθεί για άλλο πρόσωπο.
Συνοψίζοντας, για να κατηγορηθεί κάποιος για πλαστογραφία, πρέπει να υπάρχει η κατάρτιση ή νόθευση ενός έγγραφου με σκοπό την παραπλάνηση και την πρόκληση νόμιμων συνεπειών. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου επίσης αποτελεί εγκληματική πράξη. Αντιθέτως, εάν η πλαστογραφία γίνεται για άλλους σκοπούς εκτός από την παραπλάνηση και την πρόκληση νόμιμων συνεπειών, τότε εφαρμόζεται η γενική διάταξη της πλαστογραφίας και όχι η εξαιρετική διάταξη..